ἄχτι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄχτι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἄχτι τό, ἄχτιν Κύπρ. ἄχτι κοιν. ἄχτ’ βόρ. ἰδιώμ. καὶ Πόντ. (Σάντ.) ἄχιν Κύπρ. νάχτι Πελοπν. (Κορινθ. Συκεˬὰ Κορινθ.) ἄκτι Κῶς.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἀραβοτουρκ. ahd=ὑποχρέωσις, ὑπόσχεσις.

Σημασιολογία

1) Πόθος πρὸς ἐκδίκησιν, μνησικακία κοιν.: Φρ. Τὸν ἔχω ἢ τοῦ ἔχω ἄχτι (θέλω νὰ τὸν ἐκδικηθῶ). Βγάζω τ’ ἄχτι μου (ἐκδικούμενος ἱκανοποιῶ τὸν ἑαυτόν μου) κοιν. Παίρνω τ’ ἄχτι μου (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Ἤπ. Κάνω τ’ ἄχτι μου (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἄχτι μ’ ἄχτι σου καὶ ποῦ θὰ πάς; (ὁπωσδήποτε θὰ σὲ ἐκδικηθῶ) Κῶς. 2) Σφοδρὰ ἐπιθυμία, διακαὴς πόθος Κεφαλλ. Πελοπν. (Μεγαλόπ.) Πόντ. (Σάντ.) Σάμ. Σύμ. –Λεξ. Δημητρ.: Τὸ εἶχε ἄχτι νὰ παντρέψῃ τὸ γιό του Λεξ. Δημητρ. Ἄχτιν τό ’χω νὰ φάω τὸ τάδε πρᾶμα Σύμ. Ἔχω ἄχτ᾿ νὰ κάμου τοῦτου κὶ κεῖνον Σάμ. Τ’ ἄχτι μ᾽ ἔφαγε, τὸ ἄχτι θὰ μὲ σώσῃ Κεφαλλ. Συνών. καηˬμός, μεράκι. 3) Λύπη Ζάκ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Μεγαλόπ.) Στερελλ. (Ἀράχ.): Τό ’χου ἄχτ’ π᾿ δὲν ἔφαγα ’ς τοὺ σπίτ’ μιˬὰ μπουκκεˬὰ Ἀράχ. Συνών. καηˬμός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/