γιˬαλελὶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬαλελὶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γιˬαλελὶ τό, Ἴμβρ. Κάρπ. Κῶς (Καρδάμ. Πυλ. κ.ἀ.) Λέρ. Μεγίστ. Σύμ γιˬαλιλὶ Λῆμν. Σάμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. yeleli.
Σημασιολογία
Ἐσωκάρδιον φορούμενον ἄλλοτε ἐπὶ τοῦ ὑποκαμίσου ὑπὸ τῶν βρακοφόρων νησιωτῶν, μὲ λευκὸν συνήθως χρῶμα ἔχον διάφορα κεντήματα ἔνθ’ ἄν.: Πο͜ιὸς σοῦ τὸ ένdησεν dὸ γιˬαλελί σ-σου; Καρδάμ. Ἕνα μ᾽κρὸ π’λλά’ π’ φουράε͜ι ’ς τὰ στήθιˬα τ’ ἕνα κό’νου γιˬαλιλί, αὐτὸς εἶνι οῦ κουbουγιˬάννους Σαμ || ᾎσμ. Τὸ γιˬαλελί σου ποὺ φορεῖς τὸ κορδονοπλεμένο σοῦ κάμνει τὸ κορμάκι σου γλινὸ ναὶ χαδεμἐνο Πυλ. Βάρ’τε του τὸ γελέκι του γὴ τ’ ἄξιˬο γιˬαλελί του, τὸ κενdητὸ μανάήλι του ποὺ τοῦ ’χει ἡ καλή του Κῶς. Ἡ λ. καὶ εἰς προικοσύμφωνον τοῦ 1776 ἀπὸ Κάρπ «Δίω τοῦ υἱοῦ μου γιˬαλελιˬὰ 4» Συνών. γιλέκο, ἐσωκάρδι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA