βυθὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βυθὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βυθὸς ὁ, λόγ. κοιν. βύθος Νίσυρ. βύθους Θρᾴκ. (Αἶν.) Μακεδ. (Βλάστ.) βουθὸς Κύπρ. βουφὸς Κύπρ. (Πάφ.) βύθος τό, Κυκλ. Κύπρ. Κῶς Νίσυρ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Μάν.) Σέριφ. βύθους Μακεδ. Πληθ. ἤbυθα τά, Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. βυθός. Διὰ τὸν τὐπ. βύθος ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2, 52. Ὁ τύπ. βουφὸς παρὰ τὸ βουθὸς διὰ τροπὴν τοῦ θ εἰς φ. Ἰδ. ΧΠαντελίδ. Φωνητικ. 38.
Σημασιολογία
1) Τὸ βάθος, ὁ πυθμὴν τῶν βαθέων μερῶν, ἰδίως ἐπὶ θαλάσσης κοιν.: Ὁ βυθὸς τῆς θάλασσας-τῆς λίμνης-τοῦ πηγαδιοῦ κττ. Δὲ bορεῖ ’ὰ πατώσῃ ἄgουρα, ἔχει κοτζὰ βύθος Σέριφ. Τὰ βύθη τσῆ θάλασσας Κυκλ. Τὸ νιρὸ ἔχει τρεῖς τέσσερις ὀργυ͜ιὲς βύθους Μακεδ. ’Σ τὰ ἤbυθα τσῆ ᾿ῆς Ἀπύρανθ. ’Σ τὰ ἤbυθα τσῆ θάλασσας αὐτόθ ’Σ τὰ ἤbυθα τοῦ πηαδιοῦ ἦτον ὁ κουβᾶς αῦτόθ. || ᾊσμ. Δὲν εἰ’ grεμνὸ νὰ gρεμνιστῶ, βυθὸς νὰ πάω κάτω, δὲν εἶ’ μαχαίρι δίκοπο νὰ κάτσω ᾿ς τὴ gαρδιˬά μου Ἀπύρανθ. Τρεῖς ἀδερφάδες εἴμαστο κ’ οἱ τρεῖς κακογραμμένις, ἡ μιὰ ἠχτίστη ’ς τὰ Λουτρὰ κ’ ἡ ἄλλη ᾿ς τὸ Γεφύρι κ’ ἐγὼ ἡ βαρε͜ιορρίζικη ’ς τὰ βύθη τῆς καμάρας Κῶς. 2) Μέρος βαθύ, λάκκωμα γῆς Θρᾴκ. (Αἶν.): ᾎσμ. Χρυσὸς ἀετὸς ἐξέβαινεν ᾽πομέσα ’πὸ τοὺς βύθους, καθημερούλλα κυνηγάει ἀηˬδόνιˬα καὶ πιλπίλια (πιλπίλι=ἀηδὼν) 3) Πᾶσα διέξοδος ὑδάτων Μακεδ. (Βλάστ.) 4) Ἀφεδρών. πρωκτὸς Κύπρ.: ᾿Εβῆκεν ὀ βουθὸς τοῦ μωροῦ μου ἀπὸ τὴν πολλὴν κίνησιν. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπους Βυθὸς Εὔβ. Πελοπν. (Μάν.) Βυθὸ τό, Εὔβ. ᾿Εβυθὸς ὁ, Πελοπν. (Ἀχαΐα Ἦλ.) Βύθους Μακεδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA