βυρσεˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βυρσεˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βυρσεˬὰ ἡ, Δασ. βλάστ. δημώδ. 57, 67 ΘΧελδράϊχ ΣΜηλιαράκ. Δημώδ. ὀνομ. φυτ. 21,135 ΠΓεννάδ. 216, 851 Γεωργ. Ἀνάλεκτ. 151-Λεξ. Ἐλευθερουδ. Βλαστ. 336, 474 Πρω. Δημητρ. βερσὸ τό, Πελοπν. (Καλάβρυτ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. βύρσα.
Σημασιολογία
Ὁ θάμνος ροῦς ὁ βυρσοδεψικὸς (rhus coriaria) τῆς τάξεως τῶν ἀνακαρδιωδῶν (anacardiaceae). ὁ τῶν ἀρχαίων ροῦς ἢ ροῦς ὁ βυρσοδεψικός. Συνών. ρούδι, σουμακί.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA