ἀρραβωνιˬάρις
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρραβωνιˬάρις
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀρραβωνιˬάρις ὁ, ἀμάρτ. ᾽ρεβωνιˬάρις Σαλαμ. κ.ἀ.-ΠΦουρίκ. ἐν Λαογρ. 9 (1926) 521. Θηλ. ἀρραβωνιˬάρα Ἀθῆν. Πειρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀρραβῶνας καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ιˬάρις.
Σημασιολογία
Μνηστὴρ ἔνθ’ ἀν.: «Σύζυγος, τέκνα, ἀδελφοὶ... ἐρρίππτοντο λαῦροι λόγῳ καὶ ράβδῳ ἐναντίον τῆς δυστυχοῦς μητρός, ὁσάκις ἐψιθυρίζετο ὅτι ὁ ’ρεβωνιˬάρις συχνότερον τοῦ δέοντος ἐπεσκέπτετο τὸ σπίτι τῆς ’ρεβωνιˬάρας» ΠΦουρίκ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀρραβωνιˬαστικός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA