ἀρραβώνιˬασμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρραβώνιˬασμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀρραβώνιˬασμα τό, κοιν. ἀρραβώνσμα Πόντ. (Οἰν.) ἀρραβώνσμαν Πόντ. (Οἰν.) ἀρρεβώνιˬασμα σύνηθ. ἀρρ’βώνιˬασμα Θρᾴκ. (Ἀλμ.) Λέσβ. ἀρραώνιˬασμα Μεγίστ. ἀρραούνιˬασμα Ρόδ. (Ἀφάντ.) ἀναβούρριαμαν Λυκ. (Λιβύσσ.) ’ραβώνιˬασμα Σύμ. ἀβερώνιˬασμα Ζάκ. βερώνιˬασμα Ζάκ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀρραβωνιˬάζω.

Σημασιολογία

Συνήθως κατὰ πληθ., ἀρραβώνιˬασι ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.:Τράν’ ἀρρ’βωνιˬάσματα (ἡ ἐπίσημος τελετὴ τῆς μνηστείας μετὰ τὴν διὰ λόγου τὸ πρῶτον συγκατάθεσιν. τράν’=τρανὰ) Ἀλμ. Τρώγω τ᾿ ἀρραβωνσματα (διασκεδάζω τρώγων καὶ πίνων κατὰ τοὺς ἀρραβῶνας) Οἰν. || ᾊσμ. Πάνω ᾿ς τ᾿ ἀρραβωνιˬάσματα ὁ νεˬὸς ἐψυχομάχει καὶ πάνω ’ς τὰ παντρέματα ὄξ’ ἔβγαιν’ ἡ ψυχή του Νίσυρ. Νάν-νι νάν-νι ποῦ νὰ θραφῇ καὶ νὰ ᾿ενῇ μεάλο, νὰ ᾽ενῇ τοῦ παντρεμοῦ καὶ τοῦ ᾽ραβωνιˬασμάτου (βαυκάλ.) Σύμ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/