ἀρραβωνιστικὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρραβωνιστικὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀρραβωνιστικὸς ὁ, ἀμάρτ. ἀρραβουνιστ’κὸς Θεσσ. (Καλαμπάκ) Μακεδ. ἀρρεβωνιστικὸς Νάξ. Θηλ. ἀρραβωνιστικε͜ιὰ ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,520.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀρραβωνίζω.
Σημασιολογία
Μνηστήρ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀρραβωνιˬαστικός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA