γιˬαλοδρομίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬαλοδρομίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γιˬαλοδρομίζω Α. Ρουμελ (Σωζόπ.) γιˬαλοδρομῶ Χίος γιˬαλουδρουμάου Εὔβ. (Λιχάς).

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬαλὸς και τοῦρ δρομίζω. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. ἀναδρομίζω.

Σημασιολογία

Ἐπὶ ἰχθύων, διευθόνομαι ἐκ τῆς ἀνοικτῆς θαλάσσης πρὸς τὸν αἰγιαλὸν ἔνθ᾽ ἄν.: Τώρα ’ναι καιρὸς ποὺ τὰ ψάρια γιˬαλοδρομοῦν Χίος Ὁ ἀλμπουριˬέρης ξεκόφτει ποῦ εἶναι τὰ ψάριˬα καὶ ποῦ πηγαίνουνε, πρὸς τὸ πέλαγος ἀνοίγουνε ἢ πρὸς τὴν ξηρὰ γιˬαλοδρομίζουνε Σωζόπ. Οὑ Γιˬῶρ᾽ς ἄμα ἰδῇ τὰ ψάριˬα κὶ γιˬαλουδρουμήσ’νι, ρίχ’ τοὺ bιζόβουλου (= εἶδος ἁλιευτικοῦ δικτύου) Λιχάς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/