ἄρραφος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄρραφος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄρραφος ἐπίθ. ἄρραφτος πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.) ἄρραφτους βόρ. ἰδιώμ. ἄαφτε Τσακων. ἀνέρραφτος Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἄρραφος κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτυωρ. Κρωμν. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ἄρραβος Ἀθῆν. Πελοπν. (Κορινθ. Λακων.) κ.ἀ. ἄρραφους βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἄρραφος. Τὸ ἄρραβος ἐκ τοῦ ράβω, τὸ δὲ ἄρραφτος ἐκ τοῦ ράφτω. Διὰ τὸ ἀνέρραφτος ἰδ. ἀ- στερητ. 1 δ.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ἐρραμμένος, ὁ μὴ ραφεὶς ἔνθ’ ἀν.: Ἄρραφο σεντόνι-φόρεμα-φουστάνι κττ. Ἄρραφη ποδεˬὰ κοιν. Ἄρραβα σκουτιὰ Τρικκ. Ἄρραφα λώματα (ἐνδύματα) Τραπ. Χαλδ. Ἄρραφο ζουπούνα Ὄφ. || Παροιμ. Ἄρραφ’ ἀρραφούμενα, κολοκύθιˬα τούμπανα, κουκκιˬὰ μαγειρεμένα (ἐπὶ λόγων ἀσυναρτήτων. Τὸ ἄρραφούμενα πεπλασμένον ἄνευ οὐδεμιᾶς σημ.) Λάκων. Ράφτης ἄρραφτος, μαραγκὸς ξεκάρφωτος (ἐπὶ ἀνθρώπου παραμελοῦντος εἰς τὸν ἑαυτόν του τὴν ἰδίαν τέχνην) Αἴγιν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA