γιˬαλοκοπῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬαλοκοπῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γιˬαλοκοπῶ ἐνιαχ. γιˬαλουκουπῶ Σάμ (Σπαθαρ.) γιˬαλουκουπάου Σάμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬαλοκόπος.
Σημασιολογία
1) Ἁλιεύω παρὰ τὸν αἰγιαλὸν ἰδίως ὄστρεα, ὀστρακόδερμα, μαλάκια καὶ μαλακόστρακα ἔνθ’ ἀν. 2) Καταγίνομαι μὲ ἐργασίας τῆς θαλάσσης Σάμ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA