βωλοδάρσιμο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βωλοδάρσιμο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βωλοδάρσιμο τό. Νάξ. (᾿Απύρανθ.) -ΣΜυριβήλ. Ζωὴ ἐν ταφ. 290 -Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. βωλοδέρνω. Διὰ τὸν σχηματισμὸν ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν ᾿Επιστ. ’Επετ. Πανεπ. 7(1910/11) 12 κἑξ.
Σημασιολογία
Κακουχία, ταλαιπωρία, δεινοπάθησις ἔνθ’ ἀν.: Τοῦ βωλοδαρσιμάτου τοῦ χτεσινοῦ εἶναι κ’ εἶσ’ ἀκόμα κουρασμένος ᾿Απύρανθ. Δὲν εἶναι δὰ γιˬὰ νὰ βαστάξῃ πολὺ αὐτὸ τὸ βωλοδάρσιμο ΣΜυριβήλ. ἔνθ' ἀν. Τὸ βωλοδάρσιμό τους ἄρχισε ἀπόταν ἀπόμειναν ὀρφανὰ Λεξ. Δημητρ. Συνών. βωλοδαρμός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA