βωλοδέρνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βωλοδέρνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βωλοδέρνω πολλαχ. βωλοδέρνου Εὔβ. (Κουρ.) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) βουλουδέρνου βόρ. ἰδιώμ. γωλοδέρνω Χίος (Καρδάμ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. βῶλος καὶ τοῦ ρ. δέρνω.
Σημασιολογία
Βασανίζω, ταλαιπωρῶ ἔνθ' ἀν.: Τὸν βουλουδέρ’ ἡ φτώχε͜ια. Εὔβ. Ἄκρ. Καὶ ἀμετβ. ἐνεργ καὶ μέσ. Βασανίζομαι, ταλαιπωροῦμαι ἔνθ’ ἀν.: Βωλοδέρνω ὅλη τὴν ἡμέρα γιὰ νὰ ’κονομήσω τὸ ψωμὶ πολλαχ. ᾽Εβωλόδερνα μ᾿ αὐτὸ τὸ παιδὶ Χίος Ὁλημερὶς βωλοδέρνομαι καὶ τίοτα δὲν κάνω Νάξ. (᾿Απύρανθ.) Ὁληνυχτὶς τσῆ νύχτας βωλοδέρνει ὁ νοῦς μέσ᾿ ᾿ς τὴ gεφαλή μου αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA