ἀρρεμπέλευτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρρεμπέλευτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀρρεμπέλευτος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀρρεbὲλευτος Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ρεμπελευτὸς<ρεμπελεύω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ ζῶν ἐν ἀταξίᾳ καὶ ἀτημελησίᾳ, ὁ μὴ ἀκαταστατος: Ἀρρεbέλευτος εἶν’ ἀκόμα, μὰ θὰ ρεbελέψῃ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/