ἀρρετσίνωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρρετσίνωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀρρετσίνωτος ἐπίθ. σύνηθ. ἀρριτσίνουτος Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ.) ἀρριτσίνουτους βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ρετσινωτὸς<ρετσινώνω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ περιέχων ρητίνην σύνηθ.: Κρασὶ-ξίδι ἀρρετσίνωτο σύνηθ. Ἀρριτσίνουτου ξύλου Μακεδ. || Φρ. Διˬάβολος ἀρρετσίνωτος (ἀμιγὴς, καθαρὸς ρητίνης, ἤτοι τέλειος, σωστός. Ἐπὶ ἀνθρώπου παμπονήρου) Ἀθῆν. κ.ἀ. Ἀντίθ. ρετσινᾶτος, ρετσινωμένος (ἰδ. ρετσινώνω). 2) Ὁ μὴ ἐπικεχρισμένος διὰ ρητίνης Σίφν.: Τὰ μισὰ βαρέλλιˬα εἶναι ρετσινωμένα, τ’ ἄλλα μισὰ ἀρρετσίνωτα. 3) Μεταφ. ὁ καθ’ οὗ δὲν ἐπερρίφθη ψόγος ἰδίᾳ δημοσίᾳ, ἐκεῖνος ποῦ δὲν τοῦ κόλλησαν ρετσινιˬὰ Λεξ. Δημητρ.: Μὲ τὴν παλα͜ιοεφημερίδα του κἀνένα δὲν ἄφησε ἀρρετσίνωτο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA