βωλοκόπημα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βωλοκόπημα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βωλοκόπημα τό πολλαχ. βουλουκόπ’μα ἐνιαχ. βορ. ἰδιωμ. βωλοκόπισμα Ἤπ. (Χουλιαρ.) Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. βωλοκοπῶ. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ. Ὁ τύπ. βωλοκόπισμα κατὰ παρετυμ. πρὸς τὰ ἐκ τῶν εἰς -ίζω ρημ. παραγόμενα. Πβ. ἀσβωλοκόπιστος, δι᾽ ὃ ἰδ. ἀβωλοκόπητος.
Σημασιολογία
Ἡ θραῦσις τῶν βώλων χώματος εἰς τὸν ἀροτριωθέντα ἀγρὸν ἔνθ᾽ ἀν.: Ὅταν ἡ γῆς εἶναι σφιχτή . . . τὸ χωράφι γίνεται ὅλο βώλους, τότε μὲ ἐργαλεῖα κάνουμε τὸ βωλοκόπημα. Τὰ ἐργαλεῖα αὐτὰ χτυπῶντας τοὺς σβώλους τοὺς σκορπίζουνε, τοὺς θρυβουλιˬάζουνε μὲ τὴ μηχανική τους ἐνέργεια Ν’Αναγνωστοπ. Τὰ ὄσπρια 32. Συνών. σβάρνισμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA