ἀρριβάρω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρριβάρω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀρριβάρω σύνηθ. ἀρριβάρου Λέσβ. ἀρρεβάρω Κέρκ. Πάρ. Σέριφ. ἀρριβέρνω Σῦρ. ἀρρεβέρνω Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) ἀρρ’βάρω Μύκ. ἀλλιβέρνω Σίφν. ἀλλιβάρου Λέσβ. ’ριβάρω Θήρ. Κάσ. Κύθηρ. Σῦρ. Τῆν. ᾽ρεβάρω Πάρ. (Λεῦκ.) ᾽ριβέρνω Μῆλ. Σῦρ. ᾽ρεβέρνω Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Σέριφ. ’ρουβάρω Μύκ. ᾽ρουβέρνω Μύκ. ’λιβάρω Σίφν. ᾽λιβέρνω Σίφν.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ᾿Ιταλ. arrivare.
Σημασιολογία
Α) Ἀμτβ. 1) ’Αφικνοῦμαι, ἔρχομαι, φθάνω ἔνθ’ ἀν.: Ἀρριβάρει ἐδῶ-ἐκεῖ-᾽ς τὸ δεῖνα μέρος κττ. σύνηθ. Ἀρριβάρισεν ἐκεῖ ποῦ ’ταν ἡ γυναῖκα του Μεγίστ. Ἀρρέβαρε τὸ βράδυ σ᾿ ἕνα χωριˬὸ Κέρκ. ᾿Ερρίβαρε ὁ πατέρας μου ἀπὸ τὸ κυνήγι Κύθν. Γλέπου σεράντα δράκοι καὶ ’ριβέρνου (φθάνουν. ᾿Εκ παραμυθ.) Σῦρ. || Φρ. Ποῦ ἀρρεβάρεις; (μέχρι τίνος αὐξάνεις τὰ ἔξοδα;) Σέριφ. || ᾊσμ. Ἀρρέβαρε τὸ γιˬόμα μου κ’ ἦλθε τὀ δειλινό μου Ἀργυρᾶδ. Ἀκόμη ὁ λόγος ἔστεκε κιˬ ὁ βασιλεˬὰς ᾿ριβέρνει Μῆλ. Συνών. φτάνω. β) Καταντῶ Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.): Ἀρρεβάρισε νὰ κάμῃ εἴκοσι ἀλεσιˬές. Ἀρρεβάρισε ν᾿ ἁπλοχερίσῃ ’ς τὴ μάννα του. 2) ᾿Επαρκῶ Μύκ.: Τσαὶ μιˬὰ ὀκὰνά ’ναι, σὲ ᾽ρουβάρ’νε. Συνών. σώνω, φτάνω. Β) Μετβ. 1) Προφθάνω, καταφθάνω τινὰ Θήρ. Σιφν. Τῆν. κ.ἀ.: Ἡ σκύλλα ἀρριβάρει τὸν ἀφέdη Θήρ. Τρέχα νὰ τὸν ἀλλιβάρῃς Σίφν. Τώρα τοις ’ριβάρ᾿σα ἐκεῖ Τῆν. 2) Φθάνω τινὰ ζῶντα, ἐπιζῶ ὥστε νὰ τὸν ἴδω πρὶν ἁποθάνῃ Σέριφ. Σίφν. Τῆν. κ.ἀ.: Τὸνε ριβάρ’σα τὸν δεῖνα Τῆν. Πβ. *ἀρριβεύω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA