βῶλος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βῶλος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

βῶλος ὁ, σύνηθ. βῶονος Νάξ. (Βόθρ.) σβῶλος Εὔβ. (Ὄρ.) Ἤπ. Κέρκ. Κεφαλλ. Κύθηρ. Πελοπν. (᾿Ανδροῦσ. Γέρμ. Καλάβρυτ. Λακων. Μάν. Μεσσ. Τρίκκ.) Τῆν. σβῶλους Εὔβ. (Ἄκρ. Στρόπον. Ψαχν.) Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θάσ. (Θεολόγ.) Λέσβ. Μακεδ. (Βλάστ. Καταφύγ.) Προπ. Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ. ’Ακαρναν.) σβοῦλ-λος Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κουρ.) σβῶλε Τσακων. ζιβῶλε Τσακων. βούλα ἡ, Καλαβρ. (Μπόβ.) gούλα Καβλαρ. (Μπόβ.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. βῶλος. Ὁ τύπ. τοῦ θηλ. βῶλο κατὰ τὸ ἀρχ. βῶλος ἡ, περὶ οὗ ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,96, ὁ δὲ τύπ. σβῶλος ἐκ τῆς αἰτ. πληθ. τοὺς βώλους. Τὸ Τσακων. ζιβῶλε ἐκ τοῦ σβῶλος - σβῶλε δι᾽ ἀνάπτυξιν συνοδίτου φθόγγου.

Σημασιολογία

1) Ὄγκος χώματος τῆς γῆς ἀποσπώμενος τοῦ ἀγροῦ κατὰ τὴν ἄροσιν σύνηθ.: Σπάω τοὺς βώλους. Εἶναι ὅλο βῶλοι τὸ χωράφι, χρειάζονται σπάσιμο σύνηθ. Τὸ χῶμα ἐι ζιβῶλοι ζιβῶλοι, ὄ θὰ θυτρούῃ ὁ καρπὸ (τὸ χῶμα εἶναι βῶλοι βῶλοι, δὲν θὰ φυτρώσῃ τὸ σιτάρι) Τσακων. 'Αρπαξ’ ἕνα σβῶλον π᾿ καταῆ κὶ τ᾽ τοὺ gουπά’σι ’ς τὰ μοῦτρα, παρὰ λίγον νὰ dοὺν στραβώ’ Εὔβ. (Ἄκρ.) Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. 2) Τμῆμα γῆς ἔχον καλλιεργημένους ἀγροὺς Καλαβρ. (Μπόβ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/