ἀρρίζικος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρρίζικος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀρρίζικος ἐπίθ. Ἄνδρ. Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) Ζάκ. Ἤπ. Κεφαλλ. Κρήτ. Κύθν. Μέγαρ. Μύκ. Νάξ. Παξ. Πελοπν. (Λακων. Μάν.) Πόντ. (᾿Ινέπ.) Σῦρ. κ.ἀ. ἀρρίζ’κος Α.Ρουμελ. (Σηλυβρ.) Μύκ. ἀρριζ’κους Μακεδ. (Καστορ. Νάουσ.) Τῆν. κ.ἀ. ἀρρίσ’κος Θρᾴκ. Μύκ. ἀρρίσ’κους Μακεδ. (Βλάστ.) ’ρίσ’κους Μακεδ. (Βλάστ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ οὐσ. ριζικό.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ ἔχων ριζικό, δυστυχής, ἀτυχὴς ἔνθ’ ἀν.: Σπίτι ἀρρίζικο (οἰκογένεια δυστυχὴς) Λακων. Ἡ ἀρρίζιτση ’dά ’παθα! (τί ἔπαθα!) Ἄνδρ. Τ᾿ ἀρρίσ’κο τὸ παιδί, εἶdα μᾶς ἐπήενε! (πόσον γρήγορα ἀπέθανε!) Μύκ. Ἔ, τ’ ἀρρίζ’κα τὰ πιδιˬά! Τῆν. || Γνωμ. Ὁ Θεὸς ἀρφανὰ κάνει, ἀρρίζικα δὲ gάνει (ἐπὶ παιδίου ἀπορφανιζομένου μέν, ἀλλὰ τυγχάνοντος τῆς προστασίας ἄλλων) Λακων. Ὁ ριζικάρις ᾿ς σὸ μαλλὶ κιˬ ἀρρίζικος ᾿ς σὰ νύχιˬα (ἡ μὲν τῆς κόμης ταχεῖα αὔξησις εἶναι καλὸς οἰωνός, ἡ τῶν ὀνύχων κακὸς) ᾿Ινέπ. || ᾊσμ. Πῶς μοῦ τὸ λές τσ᾿ ἀρρίζικης νὰ ’ρθῶ εἰς τὸ καράβι, γιˬὰ τὴ dιμή μου το’ ’παθα ἐτοῦτονὰ τὸ χάλι Κρήτ. ’Ενύχτιˬασεν, τ᾽ ἀρρίζικο, καὶ ποῦ θὰ πά’ νὰ μείνω; ἂς μείνω ’ς τ’ ἀγκαλάκιˬα σου κρύο νερὸ νὰ πίνω Νάξ. Συνών. ἄκληρος 2, ἄμοιρος 1β, ἀρριζικάχειλος, ἄτυχος, βαρε͜ιορρίζικος, κακόμοιρος, κακορρίζικος, κακότυχος, μαυρορρίζικος. β) Ἀνύπανδρος Μακεδ. (Βλάστ.): Θ᾿ ἀπουμείνῃ ᾽ρίσ᾿κη. 2) Δύστροπος, κακὸς Σῦρ.: Τί ἀρρίζικος ἄνθρωπος ποῦ εἶναι!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA