βωλοσήκωμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βωλοσήκωμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βωλοσήκωμα τό, Χίος -Λεξ. Βλαστ. 297 Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. βωλοσηκώνω.
Σημασιολογία
Ἡ ἐκσκαφὴ κατὰ τὸ θέρος, διὰ τῆς ὁποίας σηκώνεται τὸ χῶμα τῆς γῆς εἰς μεγάλους βώλους ἔνθ᾽ ἀν.: Φέτος τὸ σιτάρι μου πέτυχε, ἔκαμα τὸ χωράφι βωλοσήκωμα, κ’ ὕστερα τὸ πέρασα δυˬὸ ἀλέτριˬα Χίος ’Σ τὸ βωλοσήκωμα ἤμουνα καὶ ἐκουράστηκα αὐτόθ. Τὸ χωράφι θέλει βωλοσήκωμα Λεξ. Δημητρ. || Φρ. Εἶναι σὰν βωλοσήκωμα (ἐπὶ ἀνθρώπων εὐτραφεστάτων) Χίος Συνών. σκάψιμο, τσάπισμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA