βωλοσυρτὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βωλοσυρτὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

βωλοσυρτὸς ἐπίθ. Α.Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. βωλοσύρνω, δι᾿ ὃ ἰδ. βωλοσέρνω.

Σημασιολογία

Ὁ ἕνεκα νόσου ἤ κοπώσεως μὴ δυνάμενος εὐχερῶς νὰ κινηθῇ: Βωλοσυρτὸ ἦρθε τὸ κωπέλλι μου. Βωλοσυρτὴ ἐσηκώθηκα κ᾿ ἥπλυνα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/