ἄρριχτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄρριχτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄρριχτος ἐπίθ. Πολλαχ. ἄρριχτους Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ριχτὸς<ρίχνω.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ ριφθείς: Ἄρριχτη πέτρα-σφαῖρα–τουφεκεˬά. Ἄρριχτο ζάρι πολλαχ. Ἄρριχτο τό ’χω ἀκόμη τὸ ρύζι ᾿ς τὸ κρέας Πελοπν. (Μάν.) || Φρ. Ἄρριχτη τύχη (ἡ μὴ καταστᾶσα φανερὰ διὰ μαντείας γινομένης διὰ ριπτομένων ἢ ἀνοιγομένων παιγνιοχάρτων κττ.) Λεξ. Δημητρ. Ἄρριχτ’ πίττα (ἡ ὁποία δὲν ἐτέθη ἀκόμη εἰς τὴν πυρὰν) Αἰτωλ. Ἄρριχτα ψουμιˬὰ (τὰ ὁποῖα δὲν ἐτέθησαν ἀκόμη εἰς τὸν φοῦρνον) αὐτόθ. β) Ὁ μὴ καταρριφθεὶς διὰ ραβδισμοῦ, ἐπὶ καρπῶν Εὔβ. (Αὐλωνάρ.): Οἱ ἐλα͜ιὲς εἶναι ἄρριχτες. Συνών. ἀρράβδιστος 2. 2) Ὁ μὴ τεθεὶς πολλαχ.: Ἄρριχτη σκεπὴ Λεξ. Δημητρ. Ἄρριχτο παννὶ (τὸ μὴ τεθὲν εἰς τὸν ἱστὸν) Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) Πελοπν. (Κορινθ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/