ἀχυλερὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀχυλερὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀχυλερὸς ἐπίθ. Ἰων. (Κρήν.) ἀχ’λιρὸς Λέσβ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀχυλιˬὰ καὶ τῆς καταλ. –ερός.

Σημασιολογία

Τεφρόχρους, φαιός. Συνών. ἀθητερὸς 1, ἀθουδερός, ἀχυλερίς, ἀχυλιˬωτός, γκρίζος, σταχτερός, σταχτίς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/