ἀρροδίνιστα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρροδίνιστα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀρροδίνιστα ἐπίρρ. ἀμάρτ. ἀρροδίνιγα Πελοπν. (Τρίκκ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀμαρτ. ἐπιθ. ἀρροδίνιστος.
Σημασιολογία
Πρὶν χαράξη ἡ ἀνατολή, πρὶν ξημερώσῃ: Τίνησ’ ἀρροδίνιγα. Συνών. ἀξημέρωτα, ἀρρόδιστα, ἀχάραγα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA