γιˬαμάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬαμάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γιˬαμάκι τό, Ἰων. (Κρήν.) γιˬαμά’ Θράκ. (Τσακίλ.) Μακεδ. (Βλάστ. Βόιον Πελεκᾶν.) Σάμ. ᾿ιˬαμάκι Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ. yamak = βοηθὸς (μαγείρου).

Σημασιολογία

Α) Οὐσ. 1) Βοηθὸς Θρᾴκ (Τσακίλ.): Ἐπιˬάσανε τὸ Ζῆσο γιˬαμά’ γιὰ τὰ bοστάνιˬα καὶ τ᾿ ἀbέλιˬα. 2) Μικρὰ ὑδροχόη Μακεδ. (Βλάστ. Πελεκᾶν.) 3) Μεταλλικὸν σκεῦος μετὰ λαβῆς πρὸς παρασκευὴν καφὲ καὶ ἄλλων ἀφεψημάτων, μπρίκι Μακεδ. (Βόιον). Β) Ἐπιθετικ. 1) Πονηρός, πανοῦργος Ἰων. (Κρήν.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Εἶναι κ’ εὐτὸς ἕνα ’ιˬαμάκι ποὺ δὲ dό ’χει ὁ κόσμος! Ἀπύρανθ. 2) Τολμηρός, ἀνδρεῖος Σάμ. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τὸν τύπ. Γιˬαμάκης Ἀθῆν. Σίφν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/