γιˬαμάνικος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬαμάνικος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γιˬαμάνικος ἐπίθ Πελοπν. (Μανιάκ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ. yaman = κακός, ἐπικίνδυνος, σκληρός, πολὺ ἐπιτήδειος.

Σημασιολογία

Κακός, πονηρός: Σφάζει ἕνα γάλλο καὶ πάει νὰ καλοπεράσῃ μὲ τὸ φίλο της, μὰ εἴχανε ἕναν ψυχογιˬὸ κι αὐτὸς τὰ ἤξερε τὰ γιˬαμάνικα, τί θὰ γενότανε (συνών. φρ.: τὰ ἤξερε τὰ βρώμικα).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/