ἀρρόδιστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρρόδιστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

ἐπίθετο

Τυπολογία

ἀρρόδιστος ἐπίθ. πολλαχ. ἀρρόϊστος Ρόδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ροδιστὸς < ροδίζω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ ἀποκτήσας ρόδινον χρῶμα ἔνθ’ ἀν.: Ἀρρόδιστα σταφύλιˬα-ψωμιˬὰ πολλαχ. Ἀρρόδιστη ἀνατολὴ (ἡ ὁποία ἀκόμη δὲν ἤρχισε νὰ ὑποφώσκῃ) Κρήτ. (Σητ.) Συνών. ἀρρόδιˬαστος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/