ἀρρόζιˬαστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρρόζιˬαστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

ἐπίθετο

Τυπολογία

ἀρρόζˬιαστος ἐπίθ. Κέρκ. Πελοπν. (Λάκων. Μάν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ροζιˬαστός < ροζιˬάζω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ ἔχων ρόζους, ἤτοι κόμβους, κονδύλους ἔνθ’ ἀν.: Ἀρρόζιˬαστο ξύλο Κέρκ. Μάν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/