γιˬαμιˬᾶς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬαμιˬᾶς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
γιˬαμιˬᾶς ἐπίρρ. Εὔβ. (Κουρ. κ.ἀ.) Κρήτ. (Ἅγιος Βασίλ. Μεραμβ. Ρέθυμν. Σφακ. κ.ἀ.) Κῶς Ρόδ. κ.ἀ. - Α. Καρκαβίτσ., Ζητιάν., 10- Λεξ. Δημητρ. γιˬαμιˬὰ Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Κρήτ.- Λεξ. Δημητρ. γιˬαμντσᾶς Ἀστυπ.
Ετυμολογία
Ἀπὸ τὴν πρόθ. γιˬὰ καὶ τήν γεν. μιˬᾶς (βλ. ἕνας) κατὰ συνεκφορὰν καὶ κατ’ ἐπίδρασιν τῆς λογίας φρ. διὰμιᾶς. Ὁ τύπ. γιˬαμιˬὰ καὶ εἰς Ἐρωτόκρ. Α 742, 2245, Β 1456, Γ 848.
Σημασιολογία
Εὐθύς, ἀμέσως, πάραυτα ἔνθ’ ἀν.: Γιˬαμιˬᾶς θέλεις νὰ γίνετ’ ὅ,τι λὲς Κρήτ. (Σφακ.) Νὰ σ᾽κωθῇς νὰ πᾷς γιˬαμιˬᾶς καὶ να μοῦ πῇς εἶd’ ἀπόκαμες Κρήτ. Σηκώνω γιˬαμιˬᾶς τὸ γαργαλιστήρι τσῆ καραbίνας καὶ τοῦ τὴν ἁνάβω (τὸ γαργαλιστήρι = τὸν ἐπικρουστῆρα) Δ. Κρήτ. Νὰ πάῃς γιˬὰ νερὸ καὶ νὰ ἔρτῃς γιˬαμιˬᾶς Εὔβ. (Κουρ.) Θὰ μὲ πέψῃς νὰ πάω γιˬὰ νὰ πάρω τὴν εὐκή του καὶ νὰ στρέψω γιˬαμιˬᾶς; Κῶς Ὥς τῆς τά ’πα, γιˬαμιˬᾶς ἦρτε Ρόδ Ἐμούγκρισαν γιˬαμιˬᾶς καὶ καθένας ἔκαμεν ἀπὸ μιˬὰ ζωηρὴ κίνηση Α. Καρκαβίτσ.͵ ἔνθ᾽ ἀν. || ᾌσμ. Τὰ μονετσιˬὰ ’ποκάμανε κι ἀνοίξαν τ’ ὄdαδάκι καὶ τὸ γιˬαμιᾶˬς ἐγέμισε στρατιῶτες τὸ κονάκι (μονετσιˬὰ = πολεμοφόδια, ὀdαδάκι = δωματιάκι) Κρήτ. Ἀπ’ τὰ μαλλιˬὰ τὸν πιˬάσανε, ’ς τὰ μάρμαρα τὸν κροῦσαν, γιˬαμιˬά τὸν ἐκαπίστρωσαν τοῦ βουβαλιοῦ καπι'στρι Σηλυβρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA