ἀρροκάνιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρροκάνιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
ἐπίθετο
Τυπολογία
ἀρροκάνιστος ἐπίθ. σύνηθ. καὶ Πόντ. (Σινώπ.) ἀρρουκάνιστος Κρήτ. Νίσυρ. Πελοπν. (Μάν.) -Λεξ. Δημητρ. ἀρρουκά’στους Ἤπ. Μακεδ. κ.ἀ. ἀρροκάνιτε Τσακων. ἀρρουκάνιτε Τσακων. ἀρροκάνιγος Πελοπν. (Βούρβουρ.) ἀρρουκάνιγος Ἤπ. Μακεδ. κ.ἀ. ἀρροκάνιτε Τσακων. ἀρρουκάνιτε Τσακων. ἀρροκάνιγος Πελοπν. (Βούρβουρ.) ἀρρουκάνιγος Πελοπν. (Μάν.) -Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ροκανιστὸς < ροκανίζω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ ροκανισμένος, ὁ μὴ ἀποκτήσας λείαν, ὁμαλὴν ἐπιφάνειαν δι᾽ ἐπεξεργασίας τῆς ρυκάνης, ἐπὶ ξύλου ἔνθ’ ἀν.: Σανίδι ἀρροκάνιστο σύνηθ. Ἀφήτζερε τὰ σανία ἀρρουκάνιτε (ἄφησες τὴν σανίδα κτλ.) Τσακων. || Φρ. Ἀρροκάνιστα γναφία (ἐπὶ ἀνθρώπου δυσμόρφου γναφία=γνάθοι, σιαγόνες, πρόσωπον) Σινώπ. Συνών ἄγλυφτος 1γ, ἀπλανιάριστος 1, ἀπλάνιστος 1, ἄπλανος 1, ἀρρόκανος 1. 2) Ὁ μὴ βρωθείς, ἐπὶ ξηρῶν ἐδεσμάτων, ἰδίᾳ δὲ καρπῶν Πελοπν. (Μαν.) Ξεροκόμματο δὲν ἄφησε ἀρρουκάνιγο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA