γιˬαμπαδάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬαμπαδάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γιˬαμπαδάκι τό, Νίσυρ. γιˬαbαδά’ Θρᾴκ. (Μέτρ. Τσακίλ.)

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. γιˬαμπᾶς διὰ τοῦ πληθ γιˬαμπᾶδες.

Σημασιολογία

Εἶδος ξυλίνου ἢ σιδηροῦ γεωργικοῦ ἐργαλείου, τσουγκράνας, μικροτέρου τοῦ συνήθους γιˬαμπᾶ (βλ. λ.), μὲ περισσοτέρους τῶν τριῶν ὀδόντας ἔνθ᾽ ἀν.: Φέρν’νε γιˬαbᾶδες, δεκράνιˬα, ξ’λόφκυˬαρα, λιχνιστήριˬα, γιαbαδάκιˬα, τουρμούκιˬα καὶ τουρμουκάκιˬα Μέτρ. Συνών. βλ. εἰς λ. γιˬαμπᾶς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/