γιˬαμπανὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬαμπανὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
γιˬαμπανὰ ἐπίρρ. Σάμ. (Καρλόβ. Κουμαραδ. Μαραθόκ. κ.ἀ.) γιˬαbανὰ Ἰων. (Βουρλ.) Κρήτ. (Σητ.) Πελοπν (Βούρβουρ. Καρδαμ.) Σάμ. γιˬαπανὰ Κύπρ. Κῶς (Πυλ.) Μεγίστ. Ρόδ. Συμ Τῆλ. διαμπανὰ Εὔβ. (Στρόπον.) ’αμπανὰ Ἤπ. (Τσαμαντ.) ’αbανὰ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Σῦρ.
Ετυμολογία
Τὸ Τουρκ. yabana.
Σημασιολογία
Εἰς μάτην, ἄνευ λόγου ἢ ἀποτελέσματος, ἄνευ σκοποῦ τινος ἔνθ᾽ ἄν.: Δὲν dὸν εὑρῆκε κ᾿ ἐπῆε γιˬαbανὰ Σητ. Ἐπῆε γιˬαbανὰ μὲ κε͜ιονὰ ποὺ τὴν ἐπαdρέψανε (ἠτύχησε, πῆγε χαμένη) αὐτόθ. Οἱ κόποι μου πήγανε γιˬαbανὰ αὐτόθ. Γιˬαπανὰ ἐπῆα dὰ ἔξοδα πού ᾿καμε ὁ Νιˬορδάνης γιˬὰ τὸ γιˬό dου Σύμ. Ὅσα λόγιˬα εἶπε πᾶνε ’αbανὰ Σῦρ. Γιˬαbανὰ ἠπῆγε αὐτὴ ἡ δουλε͜ιὰ Βουρλ. Γιˬαπανὰ ἐπῆε (ἐξωδεύθη κάτι ἀσκόπως ἢ ἐπωλήθη εἰς εὐτελεστάτην τιμήν, ἄνευ κέρδους, πῆγε χαμένο, - στράφι) Ρόδ. Ἐπῆεν ἡ εἰκοσάρα μου γιˬαπανὰ Κύπρ. Γιˬαμπανὰ θέ’ νὰ κάμ’ θ᾽κά τ᾿ς τὰ ξένα πράματα; (ἀδίκως, ἐνῷ δὲν τῆς ἀνήκουν) Σάμ. Πῶς πολαστίζ-ζει καὶ ξοδεύει γιˬαπανὰ φράγκα; (πῶς ἀποφασίζει καὶ ἐξοδεύει περιττὰ χρήματα;) Πυλ. Καὶ ἐνάρθρως κατὰ γεν. ἐκληφθὲν ὡς οὐσ. κατ᾽ ἐπίδρασιν τῆς ἀναλόγου συνων. φρ. τοῦ κάκου Ἀπύρανθ. Βούρβουρ Καρδαμ. Ρόδ Στρόπον : Τὰ δώκαμε τοῦ γιαbανᾶ (ἀντὶ πινακίου φανῆς) Βούρβουρ. Τοῦ γιˬαbανᾶ πῆγα Καρδαμ. Τοῦ ᾿αbανᾶ πολεμᾶ καὶ ’φτός, δὲ bιˬάνει τόπο ἡ δουλε͜ιά του Ἀπύρανθ. Ἐπῆεν τοῦ γιˬαπανᾶ (χωρὶς νὰ ἐπιτύχῃ τὸν σκοπόν του) Ρόδ. Καρτιροῦ τ᾽ διˬαμπανᾶ, δὲ θά ᾽ρθ’ Στρόπον Συνών τζάμπα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA