ἀρρούφητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρρούφητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀρρούφητος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀρρούφ’τους Μακεδ. ἀρρούφιστος Πόντ. (Κερασ. Τραπ.) ἀρρούφιχτος Κρήτ. Πελοπν. (Μάν.) Πόντ. (Κερασ.) ἀρρούφιγος Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ρουφητὸς < ρουφῶ.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ἐρροφημένος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA