γιˬαμπανγέρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬαμπανγέρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γιˬαμπανγέρι τό, ἐνιαχ. γιˬαbανιγέρι Νάξ. (Βόθρ.)-Ν. Κοτσοβ., Ἐξαρτ. πλοίων, 128 διˬαμπανιγέρι Χίος ἀμπανιγέρ; Ν. Κοτσοβ., Ἐξαρτ. πλοίων, 125 ’αbανιγέρι Μύκ Νάξ. ’αbανιγέρ’ Πάρ. ᾿αbα᾿γέρ᾿ Παρ. (Λεῦκ.) Τῆν. ’αμπανιγερὶ Νάξ. ᾿αμπαγέρι Α. Παπαδιαμ., Τὰ μετὰ θάνατ., 16 γιˬαπάνιερι Μεγίστ Ρόδ. ’απάνι ˬερι Ρόδ. ᾽αμπάγερι Ναύστ ᾿bανιγέρι Θήρ. Κρήτ. Κύθν. Νάξ. (Βόθρ.) Χίος (Ἐγρηγόρ.) ᾿bανιγέρ᾿ Κρήτ. Κύθν. Χίος (Ἐγρηγόρ.) πανιˬέρι Σύμ. bανιγέρης ὁ, Μῆλ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ yaban-yer = ἔρημος γῆ. Κατὰ τὸν Φ. Κουκουλὲν εἰς Λεξικογρ. Ἀρχ. 6 (1928), 274 ἐκ τοῦ Τουρκ. yabanyeri.
Σημασιολογία
1) Ὑπαίθριος ἔρημος τόπος ἐνιαχ.: Μόνιˬα μονάη κοιμᾶται ᾿ς τ᾽ ᾿απάνιερι (ὁλομόναχη κοιμᾶται μέσα στὴν ἐρημιὰ) Ρόδ. β) Τόπος ἐκτεθειμένος εἰς τοὺς ἀνέμους, ἐπὶ ξηρᾶς καὶ θαλάσσης ἐκτεταμένης ἔνθ’ ἀν.: ᾽Εκεῖ ’ς τὸ ’bανιγέρ’ δὲ θὰ bορέσουνε νὰ πιˬάσουνε τὰ καΐκιˬα Κρήτ. Ὁ τόπος ἔχει ἀνάγκη λιμανιˬοῦ, γιˬατὶ ὁ λιμένας μας εἶναι γιὰ ᾿bανιγέρι Βόθρ Μὴ bᾶς ἐκεῖ ν᾿ ἀράξῃς, γιˬατί ’ν’ ᾿αbανιγέρι Λεῦκ. Ἅμα θὰ ἐφυσοῦσε καιρὸς ᾿ς τὸ ᾿αμπαγέρι, εὐθὺς ἡ ἀρμάδα θά ἔφευγε Α. Παπαδιαμ., ἔνθ᾽ ἀν. γ) Χέρσος, ἀκαλλιέργητος γῆ ἐνιαχ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA