ἀρρούφιχτα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρρούφιχτα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀρρούφιχτα ἐπίρρ. Κρήτ. Πελοπν. (Μάν.) Συμ. ἀρρούφιγα Πελοπν. (Μάν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀρρούφιχτος, δι’ ὃ ἰδ. ἀρρούφητος.

Σημασιολογία

1) Χωρὶς νὰ ρουφήξῃ τις ἔνθ’ ἀν.: Ἀρρούφιχτα τὰ κατάπιˬε. 2) Μεταφ. λαιμάργως Πελοπν. (Μάν.) Τὰ κατεβάζει ἀρρούφιχτα οὕλα ἀπὸ τὴ λαίμη του.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/