ἀρρών-νω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρρών-νω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀρρών-νω Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιφων. ἄρρ! Πβ. καὶ μεταγν. ἀρράζω=κνυζῶμαι, γουρλιάζω, ἐπὶ κυνός.

Σημασιολογία

Ἐξαγριοῦμαι, ἐξοργίζομαι κατά τινος, ἐπὶ κυνός, γαλῆς κττ: Ἄρρωσεν ὁ -ύλλος τ’ ἐτσίπωσεν ’πάνω μου (ἐτσίπωσεν=ὥρμησεν). Ἄρρωσεν ὁ κάτ-τος. Εἶντ’ ἀρρών-νεις μου σὰν τὸν -ύλλον; (πρὸς τὸν ἀγρίως ὁμιλοῦντα).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/