γιˬάνι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬάνι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γιˬάνι τό, Θρᾴκ. (Σαρεκκλ. κ.ἀ.) Πόντ. (Τραπ.)-Π. Παπαχριστοδ., Θρακ ἠθογραφ., 1,65.4,124. Χριστούγ. Θρᾴκ., Ἀρχ. Θρᾴκικ. Θησ. 3,78. Χαμέν. κόσμ.͵ 7,81, 155 γιˬάν’ Καππ. (Μισθ. Φλογ.) Πόντ. (Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ κ.ἀ.) Πληθ. γιˬάν’τα Καππ (Μισθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ. yan = πλευρά, πλευρόν.

Σημασιολογία

1) Πλευρόν, πλευρὰ Καππ. (Μισθ.) Πόντ. (Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Ἐτσὰ σὸ γιˬάνι μ’ (στάσου ’ς τὸ πλευρό μου) Τραπ. Τὸ καΐκ’ ἀπάν’ σὸ γιˬάν’ πλεύ’ αὐτόθ. Ἔθηκεν κ’ ἕναν τρυπεμένον κολογκύθ’ σὸ γιˬάνι ἀτ’ καικὰ (ἔβαλε ἕνα τρύπιο κολοκύθι ’ς τὸ πλάι του) αὐτόθ. Ἔπεσεν σὸ γιˬάν’ ἁπάν’ (ἔπεσε ’ς τὸ πλάγι) Χαλδ. Ἔρθεν σὸ γιˬάνι μ᾽ καικὰ (ἦρθε πλάι μου, κοντά μου) Κοτύωρ. Χαλδ. Τὸ καΐκι ἔρθεν σὸ γιˬάν’ (ἐξέκλινε, ἔγειρε) αὐτόθ Ἕπλωσεν ἀτον ἀνάκελα σὸ γιˬάν’ (τὸν ἐξάπλωσεν ἐπὶ τοῦ ἐδάφους) Χαλδ. Ἕξ κουπέε ᾿ς τὸ ’ναν ντοὺ γιˬάν’ τ᾿ ἓξ κουπέε ’ς τ’ ἄλλου ντοὺ γιˬάν’ (κουπέε = κουπέδες = κουμπέδες = θόλοι, τροῦλλοι) Μισθ. Ἀπὸ τὰ δυˬὸ γιˬάνια (ἀπὸ τὰς δύο πλευρὰς) αὐτόθ. ύφταχ κλώσ’ λίου σὰ γιˬάνια (πρῶτα γύρισε ’ς τὰ πλάγια) αὐτόθ. Μὴ ρανᾷς σὰ γιˬάν’τα σ᾿, πέφτεις καὶ ψοφᾷς (μὴ κοιτάζεις γύρω σου...) αὐτόθ. β) Τόπος, μέρος Καππ. (Μισθ.): Πῆι σ’ ἕνα γιˬάν’. 2) Μάλλινος λεπτὸς τάπης χρησιμοποιούμενος πρὸς ἐπένδυσιν, ἐπικάλυψιν τοίχων, ἀνακλίντρων κλπ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.)- Π. Παπαχριστοδ., Χαμέν κόσμ., 81: Καθισμένοι μέσα ’ς τὴ ζεστασιˬὰ ’ς τὸ στορισμένο μεγάλο δωμάτιο ἀπὸ τὰ χαλιˬὰ καὶ τὰ γιˬάνιˬα τῆς κυρᾶ-Ἄννας Π. Παπαχριστοδ., ἔνθ᾽ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/