ἀνεβγατίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνεβγατίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνεβγατίζω, μέσ. ἀνιβγατίζουμι Θρᾴκ. (Μάδυτ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. *ἀνέβγατος<ἀ- στερητ. καὶ ἔβγα.
Σημασιολογία
Παύω νὰ ἐξέρχωμαι συχνὰ ἐκ τῆς οἰκίας, ἐπὶ κορασίου ὑπερβάντος τὴν παιδικὴν ἡλικίαν : Τοὺ κουρι’τσ’ ἀνιβγατίσ’κι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA