ἀνεβοκατεβάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνεβοκατεβάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνεβοκατεβάζω κοιν. άνιβουκατιβάζου βόρ. ἰδιώμ. ἀν᾽εβοκατ᾽βάζω κοιν. Ἤπ. (Ζαγόρ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν ρ. ἀνεβάζω καὶ κατεβάζω. Ἡ λ. καὶ ἐν ’Ερωτοκρ. Γ 222 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «κι ἀνεβοκατεβάζουν το κ’ ἐκεῖνο πάντα τρέμει».

Σημασιολογία

1)Ἀναβιβάζω καὶ καταβιβάζω τι κατ’ ἐπανάληψιν κοιν.: Ἀνεβοκατεβάζει τὸ κεφάλι του-τὰ χέριˬα του-τὰ φρύδιˬα του. ’Ανεβοκατεβάζουν τη σημαία κοιν. ǁ ᾎσμ. Τὰ μάθιˬα σου μὲ σφάζουνε ὁdὲ τὰ κλίνῃς κάτω κιˬ ἀνεβοκατεβάζῃς τα καὶ κάνῃς μου τὸ νᾶττο (νᾶττο=ἆττο, νεῦμα) Κρήτ. 2) Ὑποτιμῶ καὶ ὑπερτιμῶ διαδοχικῶς Ἀθῆν. : Ἀνεβοκατεβάζουν τὴ λίρα. 3) Μεταφ. διαλογίζομαι ἰδίᾳ κακά, βυσσοδομῶ Ἤπ. (Ζαγόρ.): Τι’ ἀν’βουκατ’βάεις;

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/