ἀνεβοκατεβαίνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνεβοκατεβαίνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνεβοκατεβαίνω κοιν. ἀνιβουκατιβαίνου βόρ.ἰδιώμ. ἀνιβουκατιβαίν-νου Λυκ. (Λιβύσσ) ἀνιβουκατ’βαίνου Ἴμβρ. ἀν’βουκατιβαίνου Ἤπ. (Ζαγόρ.) ἀνηοκατηαίνω Μεγίστ. ἀνεοκατεαίνω Κάρπ.

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἀνεβοκατεβαίνω.

Σημασιολογία

1) ᾿Αναβαίνω καὶ καταβαίνω συνεχῶς, κατ’ ἐπανάληψιν κοιν.: Σήμερα ὅλο ἀνεβοκατεβαίνεις. Θ’ ἀνεβοκατέβηκα σήμερα ᾿ς τὸ σπίτι ὢς εἴκοσι φορὲς κοιν. Αύτός ζουρλάθ᾿κι, δὲ βλέπ’ς πῶς ἀν᾽βουκατιβαί᾽ τ᾿ς σκάλις; Ζαγόρ. ǁ ᾎσμ. Ὅταν σ’ ἐγέννα ἡ μάννα σου, οἱ ἐκκλησιˬές σημαίναν κ’ οἱ ἄγγελοι ἀπ’ τον οὐρανόν ἀνεβοκατεβαίναν Βιθυν. Ἡ σημ. καὶ μεσν Πβ. Διήγ. παιδιόφρ. στ. 1058 (ἔκδ. Wagner σ. 178) «ὁ σκύλλος δὲ ὡς ἔστεκεν βλέπων τὰ γεγονότα | ἐβάβυσεν ἀπομακρά, ἐξέσπασε τὸν χοῖρον, ἀνεβοεκατέβαινε…» 2) Κινοῦμαι ἐπάνω καὶ κάτω. ἀνυψώνομαι καὶ κατέρχομαι, σαλεύω κοιν. : Ἡ βάρκα ἀνεβοκατεβαίνει ᾽ς τὰ κύματα κοιν. ǁ Ποιήμ. Σύγνεφα μαῦρα καὶ βαρεˬά ἀνεβοκατεβαίνουν καί φεύγουν σὰ φαντάσματα ΑΒαλαωρ. Ἔργα 3,24 Κιˬ ὅπως κοχλάζει ἀπ’ ἄνεμον ἡ φουσκωμένη λίμνη, ἕτσ ἀνεβοκατέβαιναν οἵ ἀμάλαγοι της κόρφοι ΚΚρυστάλλ. ᾿’Εργα 2,72. 3) Φοιτῶ που τακτικά. ἐπισκέπτομαι συχνὰ Κρήτ. κ. ἀ. : ᾎσμ. Πέ μ᾽, ἂ δὲν ἔχω διˬάφορο, νὰ μὴ περνωδιˬαβαίνω, γιˬατί μαλών’ ἡ γειτονιˬά π’ ἀνεβοκατεβαίνω Κρήτ. 4) Ὑπερτιμῶμαι καὶ ὑποτιμῶμαι διαδοχικῶς Ἀθῆν.: Ἀνεβοκατεβαίνει ἡ λίρα-τὸ τυρί-τό ψωμί κττ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/