γάγγλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γάγγλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γάγγλα (ΙΙ) ἡ, Κῶς Μεγίστ. Πελοπν. (Οἰν.) κ.ἀ. γάγλα Κρήτ. γγάgλα Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Ἰων. (Κρήν.) Σαμοθρ. κ.ἀ. gάgλα Μύκ. κάgλα Σάμ. κάgλα Λέσβ. Νάξ. (Γαλανᾶδ.) Σίφν. κ.ἀ. γιˬάγγλα Ἤπ. (Πρέβ.) Πελοπν. (᾿Αρκαδ.) κ.ἀ. γιάgλα Ἰων. (Κρήν.) βάγγλα Ρόδ. ζάγγλα Πελοπ. (Δημητσάνν. Κόκκιν. Λάστ. Παππούλ.) Τῆν. κ.ἀ. ζάgλα Θεσσ. διˬάγγλα Πελοπν. (Οἰν.) δάγγλα Σύμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γαγγλὶ κατὰ τύπ. μεγεθ. Ὁ τύπ. ζάγγλα ἐκ παρετυμ. πρὸς τὰ μόρ. ζὶκ-ζὰκ τὰ κυριολεκτούμενα ἐπὶ τῶν ἑλιγμῶν ὁδοῦ.

Σημασιολογία

1) Στροφή, ἐλιγμὸς ὁδοῦ Ἤπ. (Πρέβ.) ’Ιων. (Κρήν.) Νάξ. (Γαλανᾶδ.) Πελοπν. (᾿Αρκαδ. Δημητσάν. Κόκκιν. Λάστ. Οἰν. Παππούλ.) Σαμοθρ. Σύμ κ.ἀ.: Ὁ δρόμος ἔχει ἢ κάνει γάγλες Κρήτ. Στράτα μὲ γιˬάγγλες ᾽Αρκαδ. Ὁ δρόμος εἶναι δάγγλες Σύμ. Κάνει ζάγκλες μάγκλες (πηγαίνει μὲ πολλοὺς ἑλιγμοὺς) Κόκκιν. Συνών. ἀγανεˬά, ἀπαγανεˬά. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Γάγλες καὶ τοπων. Κρήτ. β) Συστροφὴ Ρόδ. Σάμ.: Τὸ σκοινὶ εἶναι ὅλο βάγγλες. Ρόδ. Βρῆκα ἕνα φίδ’ οὕλου κάgλις Σάμ. γ) Μεταφ. δόλος Λέσβ. 2) Εἶδος κεντήματος ἑλικοειδοῦς Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) 3) Γραμμὴ καμπύλη, κύρτωμα Θεσσ. Κῶς Λέσβ. κ.ἀ. (β) Κήλη Μύκ.: Μὲ πονεῖ ἡ gάgλα μου 4) Γωνία Πελοπν. (Οἰν.) Σίφν. κ.ἀ. 5) Πτυχὴ Ἰων. (Κρήν.) Μεγίστ. Ρόδ. Τῆν. κ.ἀ.: Τὸ δεῖνα πρᾶμα εἶναι ὅλο γγάgλες Κρήν. 6) Ρυτὶς Σίφν.: Ἡ μούρη της εἶναι γεμάτη κάgλες κι αὐτὴ κάνει τὸ κοριτσάκι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/