ἀνέγλυτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνέγλυτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνέγλυτος ἐπίθ. Κρήτ. Πόντ. Ρόδ. ἀνέγκλυτος Ἤπ.-Λεξ. Γαζ. (λ. ἀνεπαιτίαστος).

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἀνέγλυτος.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ ἐλθὼν εἰς γάμου κοινωνίαν, ἄγαμος Κρήτ.: Κορίτσι ἀνέγλυτο. ǁ Παροιμ. Ἀνέγλυτος προξενητὴς γιˬὰ λόγου του γυρεύγει. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Γεωργηλ. Θανατ. Ρόδ. στ. 27 (ἔκδ. Wagner σ. 83) «τὲς κόρες τὲς ἀνέγλυτες καὶ τὲς οἰκοκυράδες». Συνών ἀνύπαντρος. Πβ. ἀγυναίκιστος, ἀνάντριστος, μαγκούφης. 2) Ἄμεμπτος, ἄψογος Ρόδ.-Λεξ. Γαζ. 3) Καινουργὴς Ἤπ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνέγκαιρος 2. 4) Ὁ μὴ σκαφείς, ἄσκαπτος Κρήτ. Ἀνέγλυτη γῆς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/