γιˬαννακούδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬαννακούδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γιˬαννακούδι τό, ἐνιαχ. γιˬαννακούι Χίος (Φυτ.) γιˬαννακούιν Χίος (Φυτ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. Γιˬαννάκι καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ. -ούδι.

Σημασιολογία

Τὸ πτηνὸν Λειμώνιος ὁ φαιόλαιμος (Saxicola ruberta), τῆς οἰκογ. τῶν Κοσσυφιδῶν (Turdidae): Ἀπάνω ᾿ς τὸν ἀκίσαρο ἐκά’dα ἕνα γιˬαννακούιν (ἀκίσαρος = κίσθαρος, τὸ φυτὸν κίσθος ἢ κίστος· ἐκά’dα = ἐκάθητο). Ἤβαλα τὰ ᾿ξόβεργα gαὶ ἤπιˬασα καμμιˬὰ δεκαριˬὰ γιˬαννακούδιˬα. Κάτσε gαλά, γιˬατὶ ᾿ὰ ξεμερδίσω σε σὰ γιˬαννακούιν (’ὰ ξεμερδίσω σε = θὰ σὲ κομματιάσω).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/