γιˬαννακουράκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬαννακουράκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Τυπολογία
γιˬαννακουράκι τό, ἐνιαχ. γιˬαννακουράτσι Πελοπν. (Λεῦκτρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. Γιˬαννακούρι καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ. -άκι.
Σημασιολογία
Τὸ πτηνὸν Γιˬαννακούρι, τὸ ὁπ. βλ. Συνών. εἰς λ. Γιˬαννάκι 3.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA