ἀνελεηˬμόνητος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνελεηˬμόνητος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνελεηˬμόνητος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀλεηˬμόνητος Ἤπ. ἀλεμόνητος Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ. τοῦ ἐπιθ. *ἐλεηˬμονητὸς<ἐλεηˬμονῶ.

Σημασιολογία

1) Ἄσπλαγχνος πρὸς τοὺς πτωχοὺς, ἀνελεήμων ἔνθ’ἀν. : Ἔν᾿ πολλὰ ἀλεμόνητος ἄνθρωπος Κύπρ. β) Σκληρός, ἀπηνὴς Ἤπ. 2) Ὁ μὴ τυχὼν ἐλεημοσύνης Κύπρ. : Ἔφυεν ἀλεμόνητος ὁ πτωχός. Πβ. ἀνελεήμονος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/