ἀνελεήμονος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνελεήμονος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνελεήμονος ἐπίθ. Νάξ. (᾿Απύρανθ. κ.ἀ.)-Λεξ. Κομ. ἀνελέηˬμονας Θρᾴκ. ἀλεήμονος Ἤπ. Πελοπν. ἀλεήμουνους Ἤπ. (Ζαγόρ.) ἀλέηˬμονος Ἤπ. ἀλέηˬμουνους Μακεδ. (Σισάν.) ἀλέηˬμουνας Ἤπ. (Ζαγόρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. ἀνελεήμων.

Σημασιολογία

1) Ἀνελεήμων πρὸς τοὺς πτωχοὺς Πελοπν.: ᾎσμ. Κάθονται κ’ οἱ ἀλεήμονοι ’ς τὴν πίσσα, ᾿ς τὸ κατράμι. β) ᾿Ασπλαγχνος, σκληροκάρδιος, ἀνηλεὴς ἔνθ᾽ ἀν.: Εἶdα ἀνελεήμονος ἄνθρωπος εἴν’ εὐτός! Ἀπύρανθ. ǁ ᾎσμ. Τήρα Χάρως ἀλέηˬμονος, Χάρως δὲ ᾽λεηˬμονε͜ιεται ᾿΄Ηπ. Συνών ἀλύπητος 2. 2) Ἀφειδής, ἄφθονος Νάξ. (Ἀπύρανθ.) κ. ἀ.: Ἄ σὲ πιˬάσω, κακορρίζικο, θὰ σοῦ δώσω ἀνελεήμονο ξύλο! ᾿Απύρανθ. Τοῦ ’δώκαν ἀνελεήμονες (ἐνν. ξυλεˬὲς) Νάξ. Συνών. ἀλύπητος 3. Πβ. ἀνελεηˬμόνητος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/