ἀνελλεττώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνελλεττώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνελλεττώνω Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ’νελλεττώνω Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ ἀνελλέττα.
Σημασιολογία
Κοσμῶ μὲ ἀνελλέττες, ἀναρτῶ ἐνώτια εἰς τὰ ὦτά τινος, ἐπὶ κορασίων καὶ γυναικῶν : Νωρίς νωρὶς τὸ ᾿νελλεττώσανε κ᾽ εὐτὸ (ἐνν. τό κορίτσι). Ανελλετωμένη ᾽ν’ κ’ εὐτή. Καί τοῦτο ἀνελλεττωμένο τό ’χουνε!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA