γιˬάντα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬάντα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Σύνδεσμος
Τυπολογία
γιˬάντα σύνδ. ἐνιαχ. γιˬάνdα Ἀστυπ. γιˬεdὰ Μέγαρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐρωτηματ. μορ. γιˬάντα, ἐκ τῆς χρήσεώς του εἰς πλαγίας ἐρωτήσεις, παρὰ τὸ ὁποῖον καὶ γιˬεdά.
Σημασιολογία
Διότι, ἐπειδὴ ἔνθ’ ἀν.: Θὰ πλαγιˬάσῃ ’κόμα, γιˬεdὰ εἶναι παράωρα Μέγαρ. Ἄργηκα, γιˬεdὰ μοῦ ’ρθε μιὰ ἀλικόdιση (= ἐμπόδιον) αὐτόθ. Γιˬειdὰ τό ᾿καμες τσεῖνο; Γιˬεdά ’τσι ἤθελα! αὐτόθ. Κάτσε ’τὰ ἔλτιον, ὥσπου νὰ πά’ νά φέρω τσ’ ἕνα ἄλτον νὰ μᾶς βουτθήσῃ, γιˬάνdα ᾽ναι β-βαρντζὰ (κάθισε αὐτοῦ λιγάκι, ἕως ὅτου φέρω καὶ κάποιον ἄλλο νὰ μᾶς βοηθήσῃ, γιατὶ εἶναι βαριὰ) Ἀστυπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA