ἀνέλλιπος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνέλλιπος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνέλλιπος ἐπίθ. ΧΧρηστοβασ. Διηγ. ξενιτ. ἀνέ'πος Ἤπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεταγν. ἐπιθ. ἀνελλιπής.
Σημασιολογία
1) Ἀδιάλειπτος, συνεχὴς ἔνθ᾽ ἀν.: Τὰ μάτιˬα του εἶχαν κοκκινάδα ἀπὸ τ’ ἀνέλλιπα δάκρυα ΧΧρηστοβασ. ἔνθ’ ἀν. 2) Ὁ συχνὰ παρά τινι φοιτῶν, ἐκεῖνος ποῦ δὲν λείπει ποτὲ Ἤπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA