ἀχώνιν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχώνιν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀχώνιν ἐπίθ. οὐδ. Πόντ. (Οἰν.) ἀχών’ Πόντ. (Ἀμισ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. χωνεύω. Περὶ τοῦ σχηματισμοῦ ἰδ. ἌνθΠαπαδόπ. ἐν Ἀθηνᾷ 37 (1925) 175.
Σημασιολογία
1) Τὸ μὴ χωνευθέν, ἀδιάλυτον Πόντ. (Ἀμισ.) 2) Ἄπεπτον, ἐπὶ τροφῶν Πόντ. (Οἰν. Χαλδ.): Ἀχών νὰ ἐβγάλτς ἀτα! (ἀχώνευτα νὰ τὰ βγάλης! Ἀρὰ) Χαλδ. Πβ. ἀχώνευτος Α.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA