ἀχώρετος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀχώρετος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀχώρετος ἐπίθ. Μῆλ. Μύκ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Μάν.) Πόντ. (Τραπ.) Σίκιν. - Γ’Επαχτίτ. ἐν Προπυλ 1, 267 ΑΠροβελ. Ποιήμ. 1, 387 –Λεξ. Δημητρ. ἀχώρεγος Λεξ. Δημητρ. ἀχώριγους Λέσβ (Πάμφιλ.)

Ετυμολογία

Εκ τοῦ μεταγν. ἐπιθ. ἀχώρητος. Τὸ ἀχώρεγος ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ἀχώριγος, ὃ κατὰ τὰ ἐκ τῶν εἰς –ίζω ρημάτων παραγόμενα.

Σημασιολογία

1) Ἐκεῖνος ὅστις δὲν χωρεῖ, δὲν δύναται νὰ περιληφθῇ που Λέσβ. (Πάμφιλ.) Μύκ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Μάν.) Πόντ. (Τραπ.) Σίκιν. -Γ᾿Επαχτίτ. ἔνθ’ ἀν. –Λεξ. Δημητρ.: Ἀχώρετο πρᾶμα Ἀρκαδ. Κόσμος πολὺς ἀχώρεγος ’ς τὴν ἐκκλησιˬὰ Λεξ. Δημητρ. Τὸ κολοκύθ’ ἀχώρετον ἔν’ ἀπέσ’ ᾽ς σὴν ἐντερὲν Τραπ. Ὅ,τι εἶν' ἀφάνταστο, ὅ,τι εἶν᾽ ἀχώρετο ᾽ς τὸ νοῦ Γ’Επαχτίτ. ἔνθ’ ἀν. || Φρ. Κακὸν πολὺ κι ἀχώρετο Σίκιν. Χώρισι, ἀχώριγι, χόρτασι, ἀχόρταγι! (ἀποστροφὴ πρὸς τὸν παμφάγον ᾍδην λεγομένη κατὰ τὰς κηδείας) Πάμφιλ. 2) Ἄπειρος, ἀτελείωτος Μῆλ. –ΑΠροβελ. ἔνθ’ ἀν.: Ἔχω νὰ σοῦ πῶ πολλὰ κιˬ ἀχώρετα Μῆλ. || Ποιημ. Ἀπόστασα ν᾽ ἀνεβοκατεβαίνω | τὰ θαλασσόβουνα τόσον καιρό, διψᾷ τὸ μάτι μου τὸ θολωμένο | νὰ ἰδῇ στερεˬὰ ’ς τ’ ἀχώρετο νερό.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/